- παγανισμός
- (από τη λατ. λέξη paganus = χωρικός). Η ειδωλολατρία και η πολυθεΐα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους χριστιανούς στους πρώτους 5 αι. του χριστιανισμού, κυρίως γιατί οι ειδωλολάτρες, διωγμένοι από τις πόλεις, κατέφευγαν στα χωριά (pagani = χωρικοί). Τα τελευταία λείψανα του π. στην Ελλάδα διατηρήθηκαν έως τον 9o αι. στη Μάνη. Στην Αγγλία και στη Ρωσία υπήρχαν παγανιστές και τον 10o αι. μ.Χ.
* * *ο1. ονομασία που έδωσαν οι χριστιανοί τών πρώτων αιώνων μετά την επικράτηση τού χριστιανισμού στην ειδωλολατρία και στον πολυθεϊσμό, που είχαν εντοπιστεί κυρίως στα χωριά τής υπαίθρου2. ονομασία με την οποία χαρακτήριζαν οι χριστιανοί τη θρησκευτική πίστη ενός λαού που δεν είχε ακόμη δεχθεί τον χριστιανισμό3. (γενικά) α) ειδωλολατρική διάθεσηβ) η πίστη και οι λατρευτικές συνήθειες τών παγανιστών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pagan-ismus < paganus «ειδωλολάτρης»].
Dictionary of Greek. 2013.